- φιλαπεχθημοσύνη
- ἡ, ΜΑ [φιλαπεχθήμων, -ονος]το να επιδιώκει κανείς να γίνεται εχθρός τών άλλων («τοιαύτης φιλαπεχθημοσύνης καὶ πονηρίας καὶ ἀναιδείας», Δημοσθ.)αρχ.στον πληθ. αἱ φιλαπεχθημοσύναιενέργειες, πράξεις που υποκινούν έχθρα.
Dictionary of Greek. 2013.